τέττιγος

τέττιγος
[-ιξ (-ιγος)] ο цикада

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τέττιγος" в других словарях:

  • τέττιγος — τέττῑγος , τέττιξ cicala masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SCOLYMUS — Graece Σκόλυμος, male cum cinara seu carduo nonnullis confunditur, cinara enim seu cactus aut earduus Graeciae ignotus prorsus. At Scolymum in cibis Oriens et tota Graecia receperat. Plin. l. 22. c. 22. Scolymum quoque in cibis recepit Oriens et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λιγάντωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «εἶδος τέττιγος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγαίνω] …   Dictionary of Greek

  • μέμβραξ — μέμβραξ, ακος, ὁ (Α) είδος τέττιγος, τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για μεσογειακό ή πελασγικό τ. που ανάγεται σε θ. *bher / *bhr . Κατ άλλη άποψη, συνδέεται με το ρ. βράσσω «αναταράζω, σείω, βράζω,… …   Dictionary of Greek

  • τεττιγόνιον — τὸ, Α είδος μικρού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον] …   Dictionary of Greek

  • τεττιγότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. της* κατά τα ποδότης, τραπεζότης] …   Dictionary of Greek

  • φέρτερος — έρα, ον, Α (ποιητ. τ.) (επίθ. συγκριτ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) γενναιότερος ή ανώτερος σε μια ιεραρχική τάξη 2. (για πράγμ.) καλύτερος 3. (η αιτ. τού ουδ. ως επίρρ.) φέρτερον καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», Θεόκρ.) 4. φρ. «φέρτερόν ἐστι»… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»